- ὑπερενεχθείσης
- ὑπερφέρωbearaor part pass fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερφέρω — Α 1. περνώ κάτι πάνω από κάτι άλλο, μεταφέρω κάτι πάνω από κάτι άλλο («καὶ ὑπερενεγκόντες τὸν Λευκαδίων ἰσθμὸν τὰς ναῡς», Θουκ.) 2. μεταφυτεύομαι 3. εξέχω, προεξέχω, βρίσκομαι πιο ψηλά από κάτι («ἡ σελήνη φεύγει τὴν Στύγα μικρὸν ὑπερφέρουσα»,… … Dictionary of Greek